υπερέραμαι

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

Α
αγαπώ πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἔραμαι «νιώθω ερωτική επιθυμία, επιθυμώ πολύ»].