υπερτίμηση
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
η, Ν
1. υπερεκτίμηση, υπέρμετρη εκτίμηση
2. η αύξηση της τιμής τών εμπορεύσιμων αγαθών, ανατίμηση
3. η αύξηση της αξίας ή της προσόδου περιουσιακού στοιχείου, υπερτίμημα
4. φρ. «αυτόματη υπερτίμηση»
(οικον.) κάθε ανοδική κίνηση του επιπέδου τιμών σε συνάρτηση με τις μεταβολές που επέρχονται στους συντελεστές τιμής ενός ή περισσότερων αγαθών, ως αυτόματη, κατά κάποιον τρόπο, αντίδραση στις μεταβολές αυτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερτιμώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερτίμησις, μαρτυρείται από το 1863 στον Γ. Α. Γεράκη].