υποκαθιστώ
From LSJ
Greek Monolingual
ὑποκαθίστημι, ΝΑ καθίστημι / καθιστώ]
(αμτβ.) καταλαμβάνω τη θέση άλλου, εγκαθιστώ τον εαυτό μου στη θέση άλλου («υποκατέστησε τον αδελφό του στη διεύθυνση της επιχείρησης»)
νεοελλ.
(μτβ.)
1. εγκαθιστώ κάποιον ή τοποθετώ κάτι στη θέση άλλου, αντικαθιστώ (α. «υποκατέστησε τον διευθυντή με άλλον νεώτερο και ικανότερο» β. «υποκατέστησε τα παλιά έπιπλα με καινούργια και μοντέρνα»)
2. αντικαθιστώ έμμεσα ή με τέχνασμα
αρχ.
(συν. μέσ.) ὑποκαθίσταμαι
α) κατακαθίζω στον πυθμένα ως ίζημα
β) καταλαμβάνω τη θέση άλλου, τον αντικαθιστώ
γ) (για σύμπτωμα) κοπάζω.