ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
Α1. κόβω αποκάτω2. αποκόπτω αποκάτω3. μτφ. α) κατακρεουργώ, ξεσκίζω («γυπῶν δίκην... ὑποκείρουσι τοὺς χρεώστας», Πλούτ.)β) αφαιρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κείρω «κόβω τα μαλλιά»].