υποπόδιο

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

το / ὑποπόδιον, ΝΜΑ
καθετί που τοποθετείται κάτω από τα πόδια καθήμενου ατόμου για να πᾳτάει επάνω του
νεοελλ.
φρ. «τον έχει υποπόδιο» μτφ. τον έχει υποχείριό του ή τον περιφρονεί εντελώς
αρχ.
φρ. «ὑποπόδιον διπλοῦν» — σκεύος χρησιμοποιούμενο από τους μουσικούς για την τήρηση του ρυθμού με τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πόδιον, υποκορ. του πούς, ποδός].

Translations

Afrikaans: voetstoel, skabel, voetbankie, stofie; Armenian Old Armenian: պատուանդան; Catalan: reposapeus, escambell; Chinese Cantonese: 腳凳, 脚凳; Mandarin: 腳台, 脚台, 腳凳, 脚凳; Czech: podnožka; Danish: fodskammel, skammel; Dutch: voetbankje; Esperanto: piedbenketo, skabelo; Estonian: jalajäri; Finnish: rahi, jalkajakkara; French: repose-pied; German: Schemel, Fußbank; Gothic: 𐍆𐍉𐍄𐌿𐌱𐌰𐌿𐍂𐌳; Greek: υποπόδιο; Ancient Greek: ὑποπόδιον, σφέλας, θρῆνυς; Hebrew: הדום \ הֲדוֹם‎; Hungarian: zsámoly; Icelandic: fótskemill, fótaskemill, skemill; Indonesian: sandaran kaki; Italian: sgabello, poggiapiedi; Japanese: 足載せ台; Latin: scabellum; Maori: tūrangawaewae; Middle English: schamel; Norwegian Bokmål: krakk; Nynorsk: krakk; Old English: fōtsċamol, sċamol; Old Norse: skemill; Polish: podnóżek; Portuguese: escabelo; Russian: скамеечка для ног, подставка для ног; Spanish: reposapiés, escabel; Swahili: kibao; Swedish: fotpall; Tagalog: timbanin; Ugaritic: 𐎅𐎄𐎎