υποστήριξη
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
Greek Monolingual
η / ὑποστήριξις, -ίξεως, ΝΜ ὑποστηρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποστηρίζω
νεοελλ.
μτφ. βοήθεια, ενίσχυση, υπεράσπιση.