υπόδηση

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η / ὑπόδησις, -ήσεως, ΝΜΑ, και υπόδεση Ν, και ὑπόδεσις, -έσεως, ΜΑ ὑποδέω
1. το να φορεί κανείς τα υποδήματά του
2. συνεκδ. τα υποδήματα αλλά και καθετί που σχετίζεται με αυτά (α. «προσέχει πολύ την υπόδησή του» β. «είδη υπόδησης» γ. «αὐτός, ὅνταν ἐμάθανεν, ὑπόδησιν οὐκ εἶχεν», Πρόδρ.
δ. «τὴν ἀμπεχόνην και ὑπόδεσιν πᾶσαν», Πλάτ.)
νεοελλ.
ναυτ. ενίσχυση λέμβων ή πλοιαρίων με σχοινιά ή καλώδια τα οποία, αφού περιβάλουν το σκάφος, δένονται πάνω από το κατάστρωμα προκειμένου έτσι να αποφευχθεί διάνοιξη τών πλευρών σε περίπτωση υπερφόρτωσης
αρχ.
επίδεση τραύματος από κάτω.