υπόκλιση

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

η / ὑπόκλισις, -ίσεως, ΝΑ ὑποκλίνω, -ομαι]]
(ως χαιρετισμός) η προς τα εμπρός κλίση του σώματος και της κεφαλής σε ένδειξη σεβασμού.