ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
-ον, Αο ψηλά κτισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕφι «ψηλά» + -δομος (< δόμος < δέμω), πρβλ. ἀρτίδομος].