υψόθεν

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

και βοιωτ. τ. οὑψόθεν Α
επίρρ.
1. από ψηλά, άνωθεν («καθορῶντες ὑψόθεν τὸν τῶν κάτω βίον», Σοφ.)
2. υψηλά, ψηλά
3. (με γεν.) επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. -ό-θεν (βλ. λ. -θε), πρβλ. τηλ-ό-θεν, χαμ-ό-θεν].