φάψ
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ἡ, gen. φᾰβός, wild pigeon, A.Frr.210, 257, Arist.HA593a15, al., Lyc.580.
German (Pape)
[Seite 1259] φαβός, ἡ, eine wilde Taubenart; Lycophr. 580; kleiner als φάσσα, Aesch. frg. 192. 232; vgl. Arist. bei Ath. IX, 394.
French (Bailly abrégé)
φαβός (ἡ) :
pigeon ramier, colombe, oiseau.
Étymologie: cf. φάσσα.
Greek (Liddell-Scott)
φάψ: ἡ, γεν. φᾰβός, ἀγρία περιστερά, ἴσως ταὐτὸν καὶ οἰνάς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 208, 247, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9, κλπ., Λυκόφρ. 580· πρβλ. φαβοφόνος, φασσοφόνος, φάσσα.
Russian (Dvoretsky)
φάψ: φᾰβός ἡ зоол. вяхирь (мелкая разновидность) Aesch., Arst.
Frisk Etymology German
φάψ: {pháps}
See also: s. φάσσα.
Page 2,998