φίλαβρος
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
φίλαβρον, loving delicacy or refinement, Hld.7.12.
German (Pape)
[Seite 1273] das Zarte, Feine liebend, Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
φίλαβρος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν ἁβρότητα, τὴν λεπτότητα, Ἡλιόδ. 7. 12.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά την αβρότητα, τους λεπτούς τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἁβρός «μαλθακός, τρυφερός»].