φακινοπώλιον

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰκῐνοπώλιον Medium diacritics: φακινοπώλιον Low diacritics: φακινοπώλιον Capitals: ΦΑΚΙΝΟΠΩΛΙΟΝ
Transliteration A: phakinopṓlion Transliteration B: phakinopōlion Transliteration C: fakinopolion Beta Code: fakinopw/lion

English (LSJ)

v. φακεινοπώλιον.

Greek Monolingual

και φακεινοπώλιον, τὸ, Α
κατάστημα όπου πωλούνται μαγειρεμένες φακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + -πώλιον (< -πώλης), πρβλ. ξυλοπώλιον].