φακινοπώλιον
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
v. φακεινοπώλιον.
Greek Monolingual
και φακεινοπώλιον, τὸ, Α
κατάστημα όπου πωλούνται μαγειρεμένες φακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + -πώλιον (< -πώλης), πρβλ. ξυλοπώλιον].