φαράγγι
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
στενή και βαθιά κοιλάδα που έχει διανοιχθεί σε ανθεκτικά πετρώματα, με σχεδόν κάθετα βραχώδη τοιχώματα και με σημαντικά μικρότερο βάθος και μήκος από τα κάνυον, τα οποία δεν χαρακτηρίζονται πάντοτε από κατακόρυφες κλιτύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάραγξ, -γγος + υποκορ. κατάλ. -ι(ον). Στην Αρχαία Ελληνική ο τ. μαρτυρείται με τη μορφή Φαράγγιον ως τοπωνύμιο].