φαρμακώ

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

(I)
-άω, Α φάρμακον
1. υποφέρω από την κατάποση φαρμάκου, δηλητηρίου
2. χρειάζομαι φάρμακο ή θεραπευτική αγωγή.
(II)
-όω, Α
βλ. φαρμακώνω.