φεγγοβολώ
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
Greek Monolingual
φεγγοβολῶ, -έω, ΝΜΑ, και φεγγοβολώ, -άω, Ν φεγγοβόλος
εκπέμπω φως, λάμπω, ακτινοβολώ («φεγγοβολώντας / η αναλαμπή του φεγγαριού κοντά της», Σολωμ.).