φιλέραστος
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
φιλέραστον,
A amorous, Plb.23.5.7, AP5.143 (Mel.), etc.
II dear to lovers, ῥόδον AP5.135 (Mel.); πακτίς IG14.793.5 (Naples).
German (Pape)
[Seite 1276] 1) gern liebend, gewöhnlich liebend, verliebt, zu Liebschaften geneigt, Pol. 24, 5,7. – 2) Liebenden hold, angenehm; ῥόδον Mel. 98 (V, 136); πακτίς Ep. ad. 743 (App. 327).
Russian (Dvoretsky)
φιλέραστος:
1 влюбчивый, любвеобильный Polyb.;
2 дорогой влюбленным (ῥόδον, πηκτίς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλέραστος: -ον, ὁ πλήρης ἔρωτος, ἐρωτικός, Πολύβ. 24. 5, 7, Ἀνθ. Π. 5. 144, κλπ. ΙΙΙ. ὁ τοῖς ἐρασταῖς ἀγαπητός, ῥόδον Ἀνθ. Π. 5. 136· πηκτὶς αὐτόθι παράρτ. 327.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλέραστος, -ον, ΝΑ
1. επιρρεπής στους έρωτες, ερωτικός
2. ο αγαπητός στους εραστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐραστός «αγαπητός» (< ἔραμαι)].