φιλοδωρώ

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source

Greek Monolingual

φιλοδωρῶ, -έω, ΝΜ φιλόδωρος
1. χαρίζω κάτι ως ένδειξη φιλίας
2. ανταμείβω κάποιον για υπηρεσία που μού προσέφερε.