φλεβεκτασία

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. διάχυτη διεύρυνση μιας φλέβας, συνήθως χωρίς οφιοειδή πορεία και μακροσκοπικές αλλοιώσεις του τοιχώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phlebectasie < φλέβα + έκταση].