φοινάς

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινάς Medium diacritics: φοινάς Low diacritics: φοινάς Capitals: ΦΟΙΝΑΣ
Transliteration A: phoinás Transliteration B: phoinas Transliteration C: foinas Beta Code: foina/s

English (LSJ)

φοινάδος, ἡ, = ἐρυσίβη, Theognost.Can.25.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει κυρίως το σιτάρι και το κριθάρι, η ερυσίβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοινός «κόκκινος» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. γυμνάς, νωθράς)].