φοινικιάς

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. ἄνεμος) ο ευρόνοτος, νοτιοανατολικός άνεμος που πνέει από την περιοχή της Φοινίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, -οίνικος + κατάλ. -ίας].