φοινικόχρους

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, Μ
αυτός που έχει πορφυρό χρώμα, πορφυρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -χρους / -χροος (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. χρυσό-χρους / -χροος].