φορμαλιστής
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
Greek Monolingual
ο, θηλ. φορμαλίστρια, Ν
1. οπαδός του φορμαλισμού, λογοτέχνης ή καλλιτέχνης που δίνει πρωταρχική σημασία στη μορφή του έργου του εις βάρος του περιεχομένου, που έχει την τάση να θεωρεί τη μορφή ως αυτοσκοπό και όχι ως έκφανση του περιεχομένου
2. τυπολάτρης, αυτός που είναι προσηλωμένος στους τύπους, γραφειοκράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. formalist (βλ. και λ. φορμαλισμός)].