φουρκίζω

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

ΝΜ, και φουλκίζω Μ [[[φούρκα]] (Ι)]
απαγχονίζω («κι ο κύρης τση σαν πίβουλη βάνει να μέ φουρκίσῃ», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. στερεώνω με φούρκα, με διχάλαφουρκίζω τα κλαδιά του δέντρου»)
2. μτφ. εξοργίζω, πεισμώνω κάποιον («τον φούρκισε με τα λόγια του»)
3. μέσ. φουρκίζομαι
μέ πιάνει φούρκα, εξοργίζομαι, θυμώνω πολύ.