πεισμώνω
From LSJ
[[[πείσμα]] (Ι)]
1. κάνω κάποιον πείσμονα, πεισματάρη, πεισματώνω κάποιον
2. γίνομαι πείσμων, ισχυρογνώμων, επίμονος, προκαλείται μέσα μου πεισματική αντίδραση («πείσμωσε και δεν μιλάει σε κανέναν»
3. φρ. «πεισμωμένη μάχη» — η μάχη που γίνεται με πείσμα (Σολωμ.).