πεισμώνω
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
[[[πείσμα]] (Ι)]
1. κάνω κάποιον πείσμονα, πεισματάρη, πεισματώνω κάποιον
2. γίνομαι πείσμων, ισχυρογνώμων, επίμονος, προκαλείται μέσα μου πεισματική αντίδραση («πείσμωσε και δεν μιλάει σε κανέναν»
3. φρ. «πεισμωμένη μάχη» — η μάχη που γίνεται με πείσμα (Σολωμ.).