φρενόλυσσος
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
Greek (Liddell-Scott)
φρενόλυσσος: -ον, ὁ λυσσῶν τὰς φρένας, Καισάρ. 1096, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
-ον, Α
φρενοβλαβής, μανιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -λυσσος (< λύσσα), πρβλ. κυνόλυσσος].