φροντιστικῶς

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec soin, avec sollicitude.
Étymologie: φροντιστικός.

Russian (Dvoretsky)

φροντιστικῶς: заботливо (ἐπισκέψασθαί τινος Xen.).