γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
adv.avec soin, avec sollicitude.Étymologie: φροντιστικός.
φροντιστικῶς: заботливо (ἐπισκέψασθαί τινος Xen.).