φυλλόπτωση
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Greek Monolingual
η, Ν
1. βοτ. η πτώση τών φύλλων τών πολυετών ποωδών και ξυλωδών φυτών ως αποτέλεσμα τών μεταβολών οι οποίες συντελούνται σε μια εξειδικευμένη εγκάρσια ζώνη του φύλλου, στη ζώνη αποκοπής
2. (φυτοπαθ.) νοσηρό φαινόμενο, που διακρίνεται από το φυσιολογικό λόγω της πρόωρης και σε μεγάλο ποσοστό απόπτωσης τών φύλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + -πτωση (< πτώση)].