φωνόμιμος
From LSJ
τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain
English (LSJ)
φωνόμιμον, imitating the voice, Ptol.Heph. ap. Phot.Bibl.p.149 B.
German (Pape)
[Seite 1322] die Stimme nachahmend, Ptolem. Hephaest. c. 4.
Greek (Liddell-Scott)
φωνόμῑμος: -ον, ὁ μιμούμενος τὴν φωνήν, Πτολεμ. Ἡφαιστίων, ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 149. 4.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που μιμείται τη φωνή τών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μῖμος (πρβλ. λογόμιμος)].