φωτός

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

French (Bailly abrégé)

gén. sg. deφώς ou de τὸ φῶς.

Russian (Dvoretsky)

φωτός:
I gen. sing. к φῶς.
II gen. sing. к φώς.