τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
gén. sg. de ὁ φώς ou de τὸ φῶς.
φωτός:I gen. sing. к φῶς.II gen. sing. к φώς.