φωτότυπο
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek Monolingual
το, Ν
(φωτογρ.) ορατή και σταθερή φωτογραφική εικόνα, αρνητική ή θετική, παραγόμενη ύστερα από φωτογράφηση και επεξεργασία φωτοπαθούς γαλακτώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -τυπο, ουδ. του -τυπος (< τύπος), πρβλ. στιγμιότυπο].