φύτευση
From LSJ
Greek Monolingual
η / φύτευσις, -εύσεως, ΝΜΑ φυτεύω
η ενέργεια του φυτεύω, τοποθέτηση φυτού στο έδαφος για να βλαστήσει και να αναπτυχθεί
νεοελλ.
(γεωπ.) η τοποθέτηση στο έδαφος νεαρών φυταρίων που προέρχονται από τα σπορεία ή από τα φυτώρια, ή φυτικών οργάνων που επιτρέπουν τον αγενή πολλαπλασιασμό τών φυτών, όπως είναι οι κόνδυλοι (α. «φύτευση δενδρυλλίων» β. «φύτευση καπνού» γ. «φύτευση πατάτας»)
αρχ.
πλήθος φυτών φυτευμένων σε έναν τόπο, φυτεία.