Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χάφτω

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177

Greek Monolingual

και χάβω Ν
1. τρώω με λαιμαργία
2. μτφ. α) είμαι ευκολόπιστος, πείθομαι εύκολα
β) σφετερίζομαι με απληστία
3. φρ. α) «χάφτω μύγες»
i) είμαι τεμπέλης είμαι χασομέρης
ii) είμαι ανόητος, είμαι βλάκας
4. παροιμ. «όποιος πάει να χάψει βόιδι, χάφτει μύγες» — δηλώνει ότι εκείνος που επιδιώκει πράγματα τα οποία υπερβαίνουν τις δυνάμεις του συνήθως αποτυγχάνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. σχηματισμένοι από το αρχ. ρ. κάπτω «καταβροχθίζω»].