χήλαργος

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223

Greek (Liddell-Scott)

χήλαργος: Δωρ. χᾶλ-, ον, (χηλὴ) ὁ ἔχων τραχείας τὰς τῶν ποδῶν χηλάς, δηλ. τὰς ὁπλάς, ὁ ταχύπους, χ. ἅμιλλαι, ὁ ἀγὼν ταχέων ἵππων, Σοφ. Ἠλ. 861· - περὶ τοῦ τονισμοῦ πρβλ. πόδαργος.

Middle Liddell

χήλ-αργος, δοριξ χᾱλ-αργος, ον, χηλή
with fleet hoofs, χ. ἅμιλλαι the racing of fleet horses, Soph.