χαλαζίας
From LSJ
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
English (LSJ)
-ου, ὁ, = χαλάζιος III, Plin.HN37.189.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
(ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ορυκτό, που απαντά σε πολλές ποικιλίες και περιέχει κυρίως διοξείδιο του πυριτίου, με απειροελάχιστες προσμίξεις λιθίου, νατρίου, καλίου και τιτανίου, και του οποίου μία ποικιλία είναι γνωστή ως ορεία κρύσταλλος, ενώ άλλες ποικιλίες είναι πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι
αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + κατάλ. -ίας].