χαλαστήριο
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Greek Monolingual
το / χαλαστήριον, ΝΑ
νεοελλ.
εξάρτημα, αγόμενο για το λύσιμο τών τριγωνικών ιστίων τών ιστιοφόρων, κν. καργέλι
αρχ.
(μόνο στον πληθ.) τὰ χαλαστήρια
σχοινιά με τα οποία κατέβαζαν την καταρρακτή θύρα, τον καταρράκτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαλασ- του χαλῶ (πρβλ. χαλαστικός) + επίθημα -τήριον].