πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
τα, Νζωολ. υπεροικογένεια υμενόπτερων εντόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chalcoidea < χαλκός + -ειδής].