χαλκοειδή

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. υπεροικογένεια υμενόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chalcoidea < χαλκός + -ειδής].