χαμαιπεύκη

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιπεύκη Medium diacritics: χαμαιπεύκη Low diacritics: χαμαιπεύκη Capitals: ΧΑΜΑΙΠΕΥΚΗ
Transliteration A: chamaipeúkē Transliteration B: chamaipeukē Transliteration C: chamaipeyki Beta Code: xamaipeu/kh

English (LSJ)

ἡ, fishbone thistle, Chamaepeuce mutica, Dsc.4.126, Plin.HN24.136.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιπεύκη: ἡ, χαμηλὴ πεύκη, Staehelina Chamepeuce (Sprengel), Διοσκ. 4. 125, Πλίν. 24. 86· συγχέεται μετὰ τοῦ χαμαιλεύκη ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Διοσκ. 4. 127.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. παλαιότερη ονομασία γένους ποωδών και θαμνωδών φυτών
αρχ.
χαμηλό πεύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + πεύκη.

German (Pape)

ἡ, = χαμαιλεύκη, zweifelhaft.