χαραμάδα

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346

Greek Monolingual

και δ. γρφ. χαραμίδα, η, Ν
επίμηκες άνοιγμα, σχισμή ή μικρό κενό διάστημα κατά την αρμογή τών τμημάτων ενός όλου ή ως αποτέλεσμα βλάβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραμα + κατάλ. -άδα (πρβλ. σκισμάδα), ενώ ο τ. χαραμίδα με κατάλ. -ίδα (πρβλ. σταλαμίδα)].