χαριδῶτις
From LSJ
Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht
German (Pape)
[Seite 1336] ιδος, ἡ, fem. von χαριδώτης, Freudengeberinn, Orph. H. 8, 9. 54, 9.
Greek Monolingual
χαριδώτης και χαροδώτης και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. χαριδῶτις και χαροδῶτις, -ώτιδος, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού, της Σελήνης και της Πειθούς) αυτός που δίνει χαρά, χαριδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -δώτης (< δίδωμι), πρβλ. πλουτοδώτης.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρῐδῶτις: -ιδος, θηλ. τοῦ χαριδώτης, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 9., 54. 9.