χαρταποθήκη

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
αποθήκη χαρτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + αποθήκη. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. χαρταποθῆκαι, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].