χασμούρημα

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

το, Ν
χασμουρητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. -ημα (< ρ. σε -ώ), πρβλ. σταυροκόπημα].