χειρομάχος
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
German (Pape)
[Seite 1346] mit der Hand streitend, Eust.; – Handarbeit verrichtend, Plut. quaest. graec. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui combat ou lutte avec les mains.
Étymologie: χείρ, μάχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
χειρομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος διὰ τῆς χειρός, Εὐστ. 1425, 64., 1783, 13., 1833, 56· ὡσαύτως χειρομάχας, ὁ, ἀρεϊκὸς εἶναι καὶ (ὡς εἰπεῖν) χειρομάχας ὁ αὐτ. ἐν Πονηματίοις 47. 93· - ἡ χειρομάχα, ἡ ἐργατικὴ ἑταιρεία ἐν Μιλήτῳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πλουτίδα, Πλούτ. 2. 298C, πρβλ. Ἡρακλ. Ποντικ. παρ’ Ἀθην. 524Α, Εὐστ. 1425. 64, ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 244, 80. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 213, 214.
Greek Monolingual
ο, θηλ. χειρομάχισσα, ΝΜ, και χερομάχος Ν
αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ναυ-μάχος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].