χειρώνειος

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

-ον, Α Χείρων, -ωνος]]
1. αυτός που αναφέρεται στον Χείρωνα («χειρώνειον ἕλκος», Αλέξ. Αφρ.)
2. φρ. α) «πάνακες Χειρώνειον»
i) το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία καλλωπιστικό φυτό Inula helenium (Θεόφρ.)
ii) είδος του φυτού υπερικό (Διοσκ.)
β) «Χειρώνιος ῥίζα» — το γνωστό με τις κοινές σήμερα ονομασίες φυτό αγριόκλημα και αμπελουρίδα, του γένους βρυωνία (Γαλ.).