χελύδρα

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. γένος εδώδιμων χελωνών του γλυκού νερού, που απαντούν στη Βόρεια και στην Κεντρική Αμερική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chelydra].