χηνιδεύς

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηνῐδεύς Medium diacritics: χηνιδεύς Low diacritics: χηνιδεύς Capitals: ΧΗΝΙΔΕΥΣ
Transliteration A: chēnideús Transliteration B: chēnideus Transliteration C: chinideys Beta Code: xhnideu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, gosling, Ael.NA7.47, Eust.753.56.

German (Pape)

[Seite 1353] έως, ὁ, die junge Gans, Ael. H. A. 7, 47.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
oison.
Étymologie: χήν.

Greek (Liddell-Scott)

χηνῐδεύς: έως, ὁ, (χὴν) μικρὸς χήν, «χηνίτσα», Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, πρβλ. Εὐστ. 753. 55.

Greek Monolingual

-έως, και χηνιδής, -οῦς, ὁ, Α
χηνάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + επίθημα -ιδεύς, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετιδεύς)].