χιονιά
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
Greek Monolingual
η, Ν
1. χιονιάς
2. χιονόμπαλα
3. βολή με χιονόμπαλα
4. μτφ. το λευκό χρώμα («τρελή σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά...», καντάδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + κατάλ. -ιά (πρβλ. καλοκαιριά)].