χιούμορ
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ.
1. διάθεση για πνευματώδεις αστεϊσμούς και ειρωνείες, η οποία καλύπτεται με σοβαροφάνεια
2. η εκδήλωση αυτής της διάθεσης στον γραπτό και στον προφορικό λόγο
3. (κατ' επέκτ.) ευθυμία, θυμηδία
4. φρ. «μαύρο χιούμορ» — χιούμορ που αναφέρεται, και εκφράζεται με σκληρότητα και πικρία, στη ματαιότητα και στον παραλογισμό ορισμένων πλευρών της ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. humor < λατ. humor «υγρό, χυμός» (για τη σημ. της λ. βλ. λ. μελαγχολία)].