χιτίνη
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
Greek Monolingual
η, Ν·(βιοχ.) δομικός υδατάνθρακας που απαντά στον εξωσκελετό τών αρθροπόδων, στον οποίο προσδίδει στερεότητα, ανθεκτικότητα και αδιαπερατότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chitin < χιτών.