χολοπεπτικός

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
ιατρ. χαρακτηρισμός κάθε μη φυσιολογικής επικοινωνίας μεταξύ τών χοληφόρων οδών και του πεπτικού συστήματος (α. «χολοπεπτικό συρίγγιο» β. «χολοπεπτική αναστόμωση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + πεπτικός. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. biliodigestif].